- ζωρύα
- ζωρύα, ἡ, perh.=A pipe for running water, ([etym.] ζωός, ῥέω) IG4.823.46 ([place name] Troezen); cf. ὑδρορύα.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωρύα — ζωρύα, ἡ (Α) επιγρ. αυλάκι ή τάφρος για την απορροή τών νερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + ρυα (< θ. ρυ πρβλ. ερ ρύ ην, αόρ. τού ρ. ρέω), πρβλ. υδρο ρύα] … Dictionary of Greek
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek